χρυσήλατος

χρυσήλατος
ος , ον сделанный из чеканного золота, золотой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρυσήλατος" в других словарях:

  • χρυσήλατος — η, ο / χρυσήλατος, ον, ΝΜΑ, και χρυσέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χρυσήλατος — χρῡσήλατος , χρυσήλατος of beaten gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσήλατον — χρῡσήλατον , χρυσήλατος of beaten gold masc/fem acc sg χρῡσήλατον , χρυσήλατος of beaten gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσέλατος — ον, Α βλ. χρυσήλατος …   Dictionary of Greek

  • χρυσηλασία — η, Ν [χρυσήλατος] η κατεργασία τού χρυσού με σφυρηλασία …   Dictionary of Greek

  • χρυσιοκρότητος — ον, Μ χρυσήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + κρότητος (< κροτητός < κροτῶ «χτυπώ»), πρβλ. εὐ κρότητος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσηλάτοις — χρῡσηλάτοις , χρυσήλατος of beaten gold masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσηλάτου — χρῡσηλάτου , χρυσήλατος of beaten gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσηλάτους — χρῡσηλάτους , χρυσήλατος of beaten gold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσηλάτωι — χρῡσηλάτῳ , χρυσήλατος of beaten gold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»